-
1 τονος
ὅ2) койка Arph.3) натяжениеὁ τ. τῶν ὅπλων Her. — натяжение снастей
4) напряжение(φωνῆς Dem.)
5) муз. высота, регистр, тон Xen.6) муз. тонация, лад Plut.7) грам. тоническое ударение8) стих. размер(ἑξάμετρος τ. Her.)
9) сила, мощь или энергия(ἰσχὺς καὴ τ. Luc.)
ἥ τραχύτης τῆς ὀργῆς καὴ ὅ τ. Plut. — резкость и сила гнева10) направление Pind.
См. также в других словарях:
τόνος — I Είναι το γλωσσικό φαινόμενο της ανύψωσης της φωνής στο φωνήεν μιας ορισμένης συλλαβής μέσα σε κάθε λέξη. Η συλλαβή αυτή λέγεται τονιζόμενη, οι υπόλοιπες λέγονται άτονες. Στην ελληνική γλώσσα μπορεί να τονιστεί δυνατότερα μία από τις τρεις… … Dictionary of Greek